- κυττάριον
- κυττάρ-ιον [ᾰ], τό, Dim. of κύτταρος, Arist.GA760b34, 770a29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυττάριον — κυττάριον, τὸ (Α, Μ κυττάρι) [κύτταρος] μσν. ο πλακούντας, το ύστερο αρχ. υποκορ. τού κύτταρος* … Dictionary of Greek
κυτταρίοις — κυττάριον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυττάρια — κυττάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άριο — (AM άριον) κατάλ. ουδ. ουσιαστικών με επίδοση τόσο στην Αρχαία και Μεσαιωνική όσο και στη Νεοελληνική. Ειδικότερα, στην Αρχαία Ελληνική σχηματίστηκαν υποκοριστικά ουδ. σε άριον από ουσιαστικά με θ. σε αρ + υποκορ. κατάλ. ιον πρβλ. εσχάρα εσχάριον … Dictionary of Greek